υπερκόσμιος

υπερκόσμιος
-α, -ο
1. αυτός που βρίσκεται πέρα από τον αισθητό κόσμο, ουράνιος, θείος: Υπερκόσμια αγαθά.
2. αυτός που υπερβαίνει τα όρια της εμπειρικής γνώσης.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ὑπερκόσμιος — supramundane masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπερκόσμιος — α, ο / ὑπερκόσμιος, ον, ΝΜΑ αυτός που υπερβαίνει τον αισθητό κόσμο, υπερφυσικός, ουράνιος, θεϊκός νεοελλ. 1. (φιλοσ.) αυτός που βρίσκεται πέρα από κάθε εμπειρία, αυτός που υπερβαίνει τα όρια τής εμπειρικής γνώσης 2. φρ. «υπερκόσμια μεταφυσική»… …   Dictionary of Greek

  • ὑπερκοσμίως — ὑπερκόσμιος supramundane adverbial ὑπερκόσμιος supramundane masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερκόσμιον — ὑπερκόσμιος supramundane masc/fem acc sg ὑπερκόσμιος supramundane neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερκοσμίοις — ὑπερκόσμιος supramundane masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερκοσμίου — ὑπερκόσμιος supramundane masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερκοσμίους — ὑπερκόσμιος supramundane masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερκοσμίων — ὑπερκόσμιος supramundane masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερκοσμίῳ — ὑπερκόσμιος supramundane masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερκόσμια — ὑπερκόσμιος supramundane neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”